- κολαστικος
- κολαστικός3карающий
(δίκη Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(δίκη Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κολαστικός — corrective masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστικός — ή, ό (AM κολαστικός, ή όν) [κολαστής] ο σχετικός με τον κολασμό, κολαστήριος, κατάλληλος στο να τιμωρεί («τὸ δὲ κολαστικὸν ἐρινυῶδες καὶ δαιμονικόν, οὐ θεῑον δὲ οὐδἐ Ολύμπιον», Πλούτ.) (νεοελλ) αυτός που γίνεται για μετριασμό, περισταλτικός,… … Dictionary of Greek
κολαστικά — κολαστικός corrective neut nom/voc/acc pl κολαστικά̱ , κολαστικός corrective fem nom/voc/acc dual κολαστικά̱ , κολαστικός corrective fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστικωτάτων — κολαστικός corrective fem gen superl pl κολαστικός corrective masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστικῶν — κολαστικός corrective fem gen pl κολαστικός corrective masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστικόν — κολαστικός corrective masc acc sg κολαστικός corrective neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστικαῖς — κολαστικός corrective fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστικαί — κολαστικός corrective fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστικοῖς — κολαστικός corrective masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστικοί — κολαστικός corrective masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστικοῦ — κολαστικός corrective masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)